- ἱερειῶν
- ἱέρειαa priestessfem gen plἱερείαsacrificefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱερείων — ἱερεῖον victim neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
Makedon (mythology) — For the Greek municipality see Makednos (municipality). Makedon, also Macedon or Makednos (Greek: Μακεδών), was the eponymous mythological ancestor of the ancient Macedonians according to various ancient Greek fragmentary narratives. In most… … Wikipedia
ADMETA — filia Erysthei, Sacerdos fuit Iunonis Argivae annis 38. Syncellus p. 172. a. Notantur autem eius anni, quia Η᾿ρίςθμουν τους χρόνους οἱ Α᾿ργεῖοι ἀπὸ τῶ ἱερείων, Argivi a Sacerdotibus (Iunonis) numer abant tempora, Scholiastes Thucyd. vide infra… … Hofmann J. Lexicon universale
HESUS — Gallorum Deus, Lucan. Civ. Bell. l. 1. v. 445. Teutates, horrensque feris altaribus Hesus; Bochart. Martem fuisse putat; Hesus, inquit, proprie foriem sonat, ut Hebraeis Hizzuz: Inde Marti factum nomen apud Phoenices, quod ex Iamblicho docer… … Hofmann J. Lexicon universale
θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… … Dictionary of Greek
κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… … Dictionary of Greek
μυίαγρος — μυίαγρος, ὁ (Α) 1. αυτός που πιάνει μύγες 2. ως κύριο όν. Μυίαγρος ήρωας τής Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν… … Dictionary of Greek
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
Ελλάνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (; – 406; π.Χ.). Αν και μεταγενέστερος του Εκαταίου και του Ηροδότου, συνέλεξε μύθους και παραδόσεις κατά τον τρόπο των παλαιότερων λαογράφων. Τέτοια είναι τα έργα του για τις θεσσαλικές, αργολικές και… … Dictionary of Greek